Εμφάνιση απλής εγγραφής

The night eating syndrome and the binge eating disorder .

Στοιχεία Dublin Core

dc.creatorΖεϊμπέκη, Μαρίαel
dc.creatorZeimpeki, Mariaen
dc.date.accessioned2016-03-15T12:20:00Z
dc.date.available2016-03-15T12:20:00Z
dc.date.issued2010-10-18T13:04:59Z
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.12688/117
dc.description.abstractΤα τελευταία χρόνια έχει επιτευχθεί μεγάλη πρόοδος στην κατανόηση και θεραπεία των διατροφικών διαταραχών. Παρόλα αυτά υπάρχουν και άλλες δύο διατροφικές διαταραχές όπως είναι το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας και επεισοδιακής υπερφαγίας, οι οποίες είναι κάπως υποτιμημένες ως προς το ενδιαφέρον των επιστημόνων για τη κατανόηση και τη θεραπεία τους. Το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας αρχικά περιγράφτηκε το 1955 από τους Stunkard, Grace και Wolff βασισμένο στις κλινικές παρατηρήσεις τους, για τις διατροφικές διαταραχές μιας ομάδας παχύσαρκων ασθενών που χρειάζονταν θεραπεία για το βάρος τους και χαρακτηρίστηκαν από την κατανάλωση τουλάχιστον του 25% ή του 50% των ολικών ημερήσιων θερμίδων μετά το βραδινό γεύμα. Συχνά συσχετίζεται με διαταραχές του ύπνου καθώς και με άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Στις διαταραχές του ύπνου περιγράφτηκαν και δυο επιπρόσθετοι τύποι της νυχτερινής υπερφαγίας: το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας/κατανάλωσης ποτού και η νυχτερινή διατροφική διαταραχή συσχετιζόμενη με τον ύπνο. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, έγιναν ολιγάριθμες μελέτες πάνω στο σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας, έτσι παρέμειναν αναπάντητα πολλά ερωτήματα σχετικά με αυτό. Μεταξύ των χρονολογιών 1955 με 1991 υπήρξαν μόνο εννέα δημοσιευμένες αναφορές σχετικά με το σύνδρομο, επτά από τις οποίες ήταν αναφορές περιπτώσεων. Το 1990 ο Αμερικάνικος Σύλλογος Διαταραχών Ύπνου όρισε το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας σαν επαναλαμβανόμενα ξυπνήματα με σκοπό τη κατανάλωση τροφής ακολουθούμενο από κανονικό ύπνο μετά την εκδήλωση της συγκεκριμένης διατροφικής συμπεριφοράς. Επίσης ο Birketvedt και οι συνεργάτες του το 1999 παρατήρησαν συσχέτιση του συνδρόμου με έρευνες συμπεριφοράς και νευροενδοκρινικές μελέτες καθώς οι πληροφορίες προηγούμενων αναφορών έδειξαν ότι σε παχύσαρκους ασθενείς το σύνδρομο σχετίζεται με ψυχονευρωτισμό και κατάθλιψη. Επιπλέον η διάθεση των ατόμων που εμφάνιζαν το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας ήταν συνήθως χαμηλή, με ευδιάκριτη χειροτέρευση μετά το βράδυ. Η επιδημιολογία του συνδρόμου νυχτερινής υπερφαγίας εκτιμάται σε 1.5% στο γενικό πληθυσμό, 8.9% έως 15% ανάμεσα σε παχύσαρκους ασθενείς που νοσηλεύονται και 31% έως 42% ανάμεσα σε άτομα που υφίστανται χειρουργική επέμβαση για νοσηρή παχυσαρκία. Επίσης παρατηρήθηκε ότι το σύνδρομο ήταν περισσότερο κοινό ανάμεσα στα κορίτσια μαύρης φυλής από ότι ανάμεσα στα κορίτσια λευκής φυλής όταν η κατανάλωση του φαγητού γίνονταν μετά τις 7μμ και ιδιαίτερα αργά το βράδυ. Η επιδημιολογία του συνδρόμου ποικίλει σε κάθε ηλικία. Οι έφηβοι κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν τα συμπτώματα του συνδρόμου ενώ οι ηλικιωμένοι διατρέχουν λιγότερο κίνδυνο. Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι της μαύρης φυλής είναι απίθανο να εμφανίσουν τα συμπτώματα σε σχέση με ομάδες άλλων ηλικιών. Συν αυτό διαπιστώθηκε ότι το 1.1% των παιδιών ηλικίας 5-6 ετών εμφάνιζαν συμπτώματα νυχτερινής υπερφαγίας. Η νυχτερινή υπερφαγία είναι μια διατροφική διαταραχή που σχετίζεται με ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά και τα αποτελέσματα των μελετών δείχνουν ότι το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας δεν είναι μόνο ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από άτακτη πρόσληψη τροφής αλλά χαρακτηρίζεται και από ψυχολογικές, ορμονικές και περιβαλλοντικές αιτίες όπου όλα μαζί εμποδίζουν τη θεραπεία του συνδρόμου αλλά και τη μείωση του σωματικού βάρους των ατόμων. Τα συμπτώματα του συνδρόμου νυχτερινής υπερφαγίας έχουν αναθεωρηθεί πολλές φορές από διαφορετικούς συγγραφείς που μελετούν τις διατροφικές διαταραχές. Τα πρώτα συμπτώματα που διαγνώστηκαν το 1955 από τον Stunkard και τους συνεργάτες του, ήταν η πρωινή ανορεξία, η βραδινή υπερφαγία, η αϋπνία και το στρες. Από τότε, προστέθηκαν επιπλέον και τα νυχτερινά ξυπνήματα με σκοπό τη πρόσληψη τροφής, ενώ το στρες δεν θεωρήθηκε κύριο σύμπτωμα του συνδρόμου. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει και ο ύπνος που έχει υψηλή βιολογική αξία και μαζί με τη πείνα αποτελούν θεμελιώδεις βασικές ανάγκες που γίνονται από ομοιοστατικές και κιρκαδικές επιρροές. Αν για οποιοδήποτε λόγο απορυθμιστούν αυτές οι ανάγκες, τότε εμφανίζονται προβλήματα που σχετίζονται με τη σωματική υγεία (υπέρταση, καρδιοπάθειες, κούραση, παχυσαρκία), τη ψυχική υγεία (πνευματική διαύγεια, κρίση, συγκέντρωση, κατάθλιψη) καθώς και εμφάνιση νυχτερινών διατροφικών διαταραχών. Αντίθετα, το σύνδρομο επεισοδιακής υπερφαγίας περιγράφτηκε το 1959 από τον Stunkard αν και η επανεμφάνιση του έγινε το 1992 και 1993, με μια σειρά μελετών που έγιναν από τον Spitzer και τους συναδέλφους του. Χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα τσιμπολογήματα τουλάχιστον 2 φορές τη βδομάδα για τουλάχιστον 6 μήνες κατά τα οποία το άτομο νιώθει μια αίσθηση απώλειας ελέγχου κατά τη διάρκεια του τσιμπολογήματος γεγονός που προκύπτει από τη παρουσία των τριών από τα πέντε κριτήρια που ακολουθούν: γρήγορη πρόσληψη τροφής, πρόσληψη τροφής όταν το άτομο δεν πεινάει φυσιολογικά, μοναχική πρόσληψη τροφής εξαιτίας της αμηχανίας που νιώθει για τη ποσότητα τροφής που καταναλώνει, πρόσληψη τροφής ώσπου να χορτάσει υπερβολικά και αίσθημα αυτοαηδίας για την υπερφαγία. Η επεισοδιακή υπερφαγία συμπεριλήφθηκε στην τάξη των «μη προσδιοριζόμενων αλλιώς διατροφικών διαταραχών», η οποία σχεδιάστηκε για να συμπεριλάβει τα άτομα που έχουν μια διατροφική διαταραχή αλλά δεν εμφανίζουν τα διαγνωστικά κριτήρια της ψυχογενούς ανορεξίας και βουλιμίας. Η τέταρτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Διανοητικών Διαταραχών περιλαμβάνει την επεισοδιακή υπερφαγία σαν ένα παράδειγμα μέσα σε μια γενική κατηγορία των μη προσδιοριζομένων αλλιώς διαταραχών και παρέχει συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια για τη επεισοδιακή υπερφαγία στο Παράρτημα. Οι ρυθμοί συχνότητας του συνδρόμου επεισοδιακής υπερφαγίας ποικίλλουν σημαντικά και κυμαίνονται από 1.1% σε 30%. Οι πρώτες μελέτες από τον Spitzer και τους συνεργάτες του βασίστηκαν σε ερωτηματολόγια όπου η συχνότητα του συνδρόμου εκτιμήθηκε από 29% με 30% στα παχύσαρκα άτομα. Μεταγενέστερες μελέτες που έγιναν για τα άτομα αυτά και βασίστηκαν σε συνέντευξη παρατήρησαν μια μικρότερη συχνότητα του συνδρόμου: 18.8% και 8.9%. Επιπλέον οι γυναίκες είναι 1,5 φορές περισσότερο πιθανό να διαγνωσθούν με το σύνδρομο επεισοδιακής υπερφαγίας σε σύγκριση με τους άντρες αν και πολλές μελέτες δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές στα γένη όταν συγκρίνανε λευκές γυναίκες και άντρες με επεισοδιακή υπερφαγία ενώ αναφερθήκαν παρόμοιοι ή υψηλότεροι ρυθμοί υπερφαγίας σε μαύρες γυναίκες από ότι σε λευκές γυναίκες. Οι παράγοντες που πιθανότατα ευθύνονται για την εκδήλωση και τη διαιώνιση της επεισοδιακής υπερφαγίας δε φαίνεται να διαφέρουν από αυτούς που ευθύνονται για το σύνολο των διατροφικών διαταραχών. Παρόλα αυτά η αιτιολογία της επεισοδιακής υπερφαγίας παραμένει ακόμα άγνωστη αν και το σύνδρομο φαίνεται να προκύπτει από ένα συνδυασμό ψυχολογικών, βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Το κυριότερο σύμπτωμα αυτής της διαταραχής είναι το αίσθημα της απώλειας του ελέγχου. Τα πιο κοινά συμπτώματα που παρουσιάζουν τα άτομα με επεισοδιακή υπερφαγία είναι οι ψυχικές διαταραχές –όπως κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές. Στις περισσότερες έρευνες παρατηρήθηκαν αυξημένα επίπεδα ψυχιατρικών συμπτωμάτων σε παχύσαρκους ανθρώπους με υπερφαγία καθώς φαίνεται να υπάρχει μια θετική σχέση ανάμεσα στην υπερφαγία και στη κατάθλιψη εφόσον η κατάθλιψη μπορεί να καθιστά τα άτομα πιο ευαίσθητα στην ανάπτυξη της υπερφαγίας. Συχνά, η επεισοδιακή υπερφαγία οδηγεί στους ίδιους περίπου κινδύνους υγείας που σχετίζονται με την κλινική παχυσαρκία γιατί τα άτομα με επεισοδιακή υπερφαγία εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πάρουν επιπλέον βάρος λόγω της πρόσληψης τροφών αυξημένα σε λίπος και χαμηλά σε πρωτεΐνες θέτοντας έτσι τα άτομα σε κίνδυνο για πολλά προβλήματα υγείας όπως διαβήτη τύπου 2, υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλή χοληστερίνη, καρδιόπαθειες κ.α. Όσον αφορά την αντιμετώπιση και των δυο συνδρόμων υπήρξε έντονη διαμάχη ανάμεσα στους ψυχολόγους και στους διατροφολόγους για τη θεραπεία τους. Πολλοί πίστευαν ότι θα πρέπει να θεραπευτούν πρώτα οι ψυχολογικές αιτίες αυτών των διαταραχών πριν γίνει κάποια προσπάθεια για τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Η πιο καλή προσέγγιση στη θεραπεία τους είναι να συνδυαστεί η ψυχολογική υποστήριξη με τον έλεγχο του σωματικού βάρους. Οι ερευνητές έχουν μελετήσει τέσσερις τύπους θεραπείας που είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι για τη θεραπεία της επεισοδιακής υπερφαγίας: τη ψυχοθεραπεία, τη φαρμακοθεραπεία, τα προγράμματα μείωσης βάρους και τα βιβλία αυτόβοήθειας. Όμως σε σύγκριση με το πλήθος των θεραπειών που υπάρχουν για το σύνδρομο επεισοδιακής υπερφαγίας, υπάρχει μεγάλη έλλειψη στη θεραπεία του συνδρόμου νυχτερινής υπερφαγίας. Τα άτομα που υποφέρουν από νυχτερινή υπερφαγία συνήθως αναφέρουν μακρόχρονες αποτυχημένες προσπάθειες στην εύρεση μιας αποτελεσματικής θεραπείας. Η φαρμακοθεραπεία και σε αυτό το σύνδρομο παίζει σημαντικό ρόλο αν και χρειάζεται περισσότερη έρευνα γιατί πχ. τα ηρεμιστικά πρέπει να αποφεύγονται καθώς σχετίζονται με ανήσυχη νυχτερινή υπερφαγία. Μη φαρμακολογικές θεραπείες όπως φωτοθεραπεία ή ασκήσεις χαλάρωσης έχουν αναφερθεί λιγοστά στη βιβλιογραφία και αποτελούν υποσχόμενες μελλοντικές τεχνικές.el
dc.description.abstractIn the past few years a big progress has been achieved in the understanding and the treatment of eating disorders. Anorexia nervosa and bulimia nervosa are the most common eating disorders for which have been conducted many studies. However, two eating disorders: the night eating syndrome and the binge eating disorder are somehow underestimated from scientist’s interest in their understanding and treatment. The night eating syndrome was initially described in 1955 from Stunkard, Grace and Wolff based on their clinical observations on eating disorders of a team of obese patients that needed treatment for weight loss and were characterized by the consumption of at least 25% or 50% of total daily calories after supper. Often it is connected with sleeping disturbances as well as bad psychological situation. In the sleeping disturbances situations two additional types of night eating syndrome were described: the night eating/drinking syndrome and the nocturnal sleep-related eating disorder. For the past fifty years, few studies have been conducted on night eating syndrome and a lot of questions regard to this remained unanswered. Between 1955 and 1991 only nine published reports regarding the syndrome existed, seven of which were case studies. In 1990 the American Association of Sleeping Disorders described the night eating syndrome as repeated awakenings aiming at the consumption of food followed from regular sleep afterwards the event of particular eating behaviour. Also Birketvedt and his colleagues in 1999 observed correlation of syndrome with behaviour and neuroendokrinics studies, while the information of previous reports showed that in obese patients the syndrome relates with psychoneurosis and depression. Moreover the disposal of individuals that presented the night eating syndrome was usually low with distinct deterioration afterwards the evening. The epidemiology of night eating syndrome is appreciated in 1.5% in the general population, 8.9% to 15% between hospitalized obese patients and 31% to 42% between individuals that had done surgical intervention for morbid obesity. Also it was observed that the syndrome was more common between the coloured girls than caucasian girls, when the consumption of food became after 7pm and particularly late in the evening. The epidemiology of syndrome varies in each age with adolescents to be in more danger to present the symptoms of syndrome while elder men to show less danger. Particularly elder coloured men are unlikely to present symptoms of night eating syndrome. Additionally, it was found that 1.1% of children aged 5-6 years presented the same symptoms of night eating syndrome. Night eating syndrome is an eating disorder that is related to psychopathological characteristics. Results of studies show that the night eating syndrome is not only a syndrome that is identified by irregular consumption of food but from psychological, hormonal and environmental causes that together prohibit the treatment of syndrome and the reduction of individual’s body weight. The symptoms of night eating syndrome have been modified many times by different writers who study eating disorders. The initial symptoms that have been diagnosed from Stunkard and his colleagues in 1955 were morning anorexia, evening hyperfhagia, insomnia and stress. In the following years, the night awakenings with purpose consumption of food were added, while stress was not considered a main symptom of the syndrome. Also significant role belongs to sleep that has high biological value and in combination with hunger constitute fundamental basic needs come from circadian influences. If for any reason these needs irregulate, problems that are related with the body health (hypertension, heart diseases, tiredness, obesity), the mental health (spiritual clarity, crisis, concentration, depression) as well as the appearance of nightly eating disorders, appear. On the contrary, binge eating disorder was described in 1959 from Stunkard even though his reappearance became in 1992 and 1993, with some studies conducted by Spitzer and his colleagues. The present syndrome is characterized by repeated binge eating at least twice a week for at least 6 months in which an individual feels a sense of loss of control at the duration of binge eating that results from the presence of at least three of the following: eating more rapidly than normal, eating large amounts when the person is not hungry, eating alone because of embarrassment that the person feels for the quantity of food that consumes, eating until one feels uncomfortably full and feeling disgusted about overeating. Binge eating disorder was included in the “eating disorders not otherwised specified” which was drawn to include individuals that have an eating disorder but do not present the diagnostic criteria of anorexia nervosa and bulimia nervosa. The fourth publication of Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders include binge eating disorder as an example in a general category of eating disorders, not otherwise specified, providing concrete diagnostic criteria for binge eating disorder in the Appendix. The frequency of binge eating disorder varies considerably and fluctuated from 1.1% in 30%. The first studies from Spitzer and his colleagues were based on questionnaires where the frequency of syndrome has been appreciated between 29% and 30% in obese individuals. Later studies that have been conducted for these individuals and were based on interview observed a smaller frequency of syndrome: 18.8% and 8.9%. Moreover, women are 1,5 times more likely to be diagnosed with binge eating disorder compared to men even though many studies had not found important differences in different gender when compared caucasian women and men with binge eating disorder while were reported similar or higher rhythms of binge eating in coloured women than caucasian. The factors that are probably responsible for the display and the perpetuation of binge eating disorder do not appear to differ from those that are responsible for the total of eating disorders. Nevertheless the explanation of binge eating disorder remains still unknown even if the syndrome seems to be a result of the combination of psychological, biological and environmental factors. The main symptom of this disturbance is the feeling of loss of control. The most common symptoms that present the individuals with binge eating disorder are mental disorders- such as depression and stress disturbances. In most researches were observed increased levels of psychiatric symptoms in obese persons with binge eating appear to exist a positive relation between binge eating and depression provided that the depression can make the individuals most sensitive in the development of binge eating. Often, binge eating disorder almost leads to the same health dangers that are related to clinical obesity because individuals with binge eating disorder present greater danger to gain further weight because of food consumption that is high in fat and low in proteins putting the individuals at risk for many health problems like diabetes mellitus II, high arterial pressure, high cholesterol, cardiovascular diseases etc. With regard to the confrontation of the two syndromes, intense conflict between psychologists and nutritionists for their treatment existed. Many believed that the psychological causes of these disturbances should be treated first and then seek for obesity treatment. The best approach in their treatment is to combine the psychological support with body weight control. The researchers have studied four types of treatment that are particularly useful for the treatment of binge eating disorder: psychotherapy, pharmacotherapy, weight reduction programs and self-help books. However compared to the numerous amounts of treatments that exist for the binge eating disorder, night eating syndrome lacks in this sector. Individuals that suffer from night eating syndrome usually report failed long-term efforts in search of effective treatment. Pharmacotherapy’s in this syndrome play important role, even though it needs more research, because the sedating agents should be avoided while being related to anxious night eating. But also other treatments as phototherapy or relaxation exercises have been reported very little in the bibliography and regard future promises.en
dc.languageel
dc.publisherΤ.Ε.Ι. Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων (Σ.Τε.Γ.Τε.Τ), Τμήμα Διατροφής και Διαιτολογίαςel
dc.publisherT.E.I. of Crete, School of Agriculture, Food and Nutrition (STeGTET), Department of Nutrition and Dieteticsen
dc.rightsAttribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0/
dc.titleΣύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας και σύνδρομο επεισοδιακής υπεραγίας.el
dc.titleThe night eating syndrome and the binge eating disorder .en

Στοιχεία healMeta

heal.creatorNameΖεϊμπέκη, Μαρίαel
heal.creatorNameZeimpeki, Mariaen
heal.publicationDate2010-10-18T13:04:59Z
heal.identifier.primaryhttp://hdl.handle.net/20.500.12688/117
heal.abstractΤα τελευταία χρόνια έχει επιτευχθεί μεγάλη πρόοδος στην κατανόηση και θεραπεία των διατροφικών διαταραχών. Παρόλα αυτά υπάρχουν και άλλες δύο διατροφικές διαταραχές όπως είναι το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας και επεισοδιακής υπερφαγίας, οι οποίες είναι κάπως υποτιμημένες ως προς το ενδιαφέρον των επιστημόνων για τη κατανόηση και τη θεραπεία τους. Το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας αρχικά περιγράφτηκε το 1955 από τους Stunkard, Grace και Wolff βασισμένο στις κλινικές παρατηρήσεις τους, για τις διατροφικές διαταραχές μιας ομάδας παχύσαρκων ασθενών που χρειάζονταν θεραπεία για το βάρος τους και χαρακτηρίστηκαν από την κατανάλωση τουλάχιστον του 25% ή του 50% των ολικών ημερήσιων θερμίδων μετά το βραδινό γεύμα. Συχνά συσχετίζεται με διαταραχές του ύπνου καθώς και με άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Στις διαταραχές του ύπνου περιγράφτηκαν και δυο επιπρόσθετοι τύποι της νυχτερινής υπερφαγίας: το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας/κατανάλωσης ποτού και η νυχτερινή διατροφική διαταραχή συσχετιζόμενη με τον ύπνο. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, έγιναν ολιγάριθμες μελέτες πάνω στο σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας, έτσι παρέμειναν αναπάντητα πολλά ερωτήματα σχετικά με αυτό. Μεταξύ των χρονολογιών 1955 με 1991 υπήρξαν μόνο εννέα δημοσιευμένες αναφορές σχετικά με το σύνδρομο, επτά από τις οποίες ήταν αναφορές περιπτώσεων. Το 1990 ο Αμερικάνικος Σύλλογος Διαταραχών Ύπνου όρισε το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας σαν επαναλαμβανόμενα ξυπνήματα με σκοπό τη κατανάλωση τροφής ακολουθούμενο από κανονικό ύπνο μετά την εκδήλωση της συγκεκριμένης διατροφικής συμπεριφοράς. Επίσης ο Birketvedt και οι συνεργάτες του το 1999 παρατήρησαν συσχέτιση του συνδρόμου με έρευνες συμπεριφοράς και νευροενδοκρινικές μελέτες καθώς οι πληροφορίες προηγούμενων αναφορών έδειξαν ότι σε παχύσαρκους ασθενείς το σύνδρομο σχετίζεται με ψυχονευρωτισμό και κατάθλιψη. Επιπλέον η διάθεση των ατόμων που εμφάνιζαν το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας ήταν συνήθως χαμηλή, με ευδιάκριτη χειροτέρευση μετά το βράδυ. Η επιδημιολογία του συνδρόμου νυχτερινής υπερφαγίας εκτιμάται σε 1.5% στο γενικό πληθυσμό, 8.9% έως 15% ανάμεσα σε παχύσαρκους ασθενείς που νοσηλεύονται και 31% έως 42% ανάμεσα σε άτομα που υφίστανται χειρουργική επέμβαση για νοσηρή παχυσαρκία. Επίσης παρατηρήθηκε ότι το σύνδρομο ήταν περισσότερο κοινό ανάμεσα στα κορίτσια μαύρης φυλής από ότι ανάμεσα στα κορίτσια λευκής φυλής όταν η κατανάλωση του φαγητού γίνονταν μετά τις 7μμ και ιδιαίτερα αργά το βράδυ. Η επιδημιολογία του συνδρόμου ποικίλει σε κάθε ηλικία. Οι έφηβοι κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν τα συμπτώματα του συνδρόμου ενώ οι ηλικιωμένοι διατρέχουν λιγότερο κίνδυνο. Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι της μαύρης φυλής είναι απίθανο να εμφανίσουν τα συμπτώματα σε σχέση με ομάδες άλλων ηλικιών. Συν αυτό διαπιστώθηκε ότι το 1.1% των παιδιών ηλικίας 5-6 ετών εμφάνιζαν συμπτώματα νυχτερινής υπερφαγίας. Η νυχτερινή υπερφαγία είναι μια διατροφική διαταραχή που σχετίζεται με ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά και τα αποτελέσματα των μελετών δείχνουν ότι το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας δεν είναι μόνο ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από άτακτη πρόσληψη τροφής αλλά χαρακτηρίζεται και από ψυχολογικές, ορμονικές και περιβαλλοντικές αιτίες όπου όλα μαζί εμποδίζουν τη θεραπεία του συνδρόμου αλλά και τη μείωση του σωματικού βάρους των ατόμων. Τα συμπτώματα του συνδρόμου νυχτερινής υπερφαγίας έχουν αναθεωρηθεί πολλές φορές από διαφορετικούς συγγραφείς που μελετούν τις διατροφικές διαταραχές. Τα πρώτα συμπτώματα που διαγνώστηκαν το 1955 από τον Stunkard και τους συνεργάτες του, ήταν η πρωινή ανορεξία, η βραδινή υπερφαγία, η αϋπνία και το στρες. Από τότε, προστέθηκαν επιπλέον και τα νυχτερινά ξυπνήματα με σκοπό τη πρόσληψη τροφής, ενώ το στρες δεν θεωρήθηκε κύριο σύμπτωμα του συνδρόμου. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει και ο ύπνος που έχει υψηλή βιολογική αξία και μαζί με τη πείνα αποτελούν θεμελιώδεις βασικές ανάγκες που γίνονται από ομοιοστατικές και κιρκαδικές επιρροές. Αν για οποιοδήποτε λόγο απορυθμιστούν αυτές οι ανάγκες, τότε εμφανίζονται προβλήματα που σχετίζονται με τη σωματική υγεία (υπέρταση, καρδιοπάθειες, κούραση, παχυσαρκία), τη ψυχική υγεία (πνευματική διαύγεια, κρίση, συγκέντρωση, κατάθλιψη) καθώς και εμφάνιση νυχτερινών διατροφικών διαταραχών. Αντίθετα, το σύνδρομο επεισοδιακής υπερφαγίας περιγράφτηκε το 1959 από τον Stunkard αν και η επανεμφάνιση του έγινε το 1992 και 1993, με μια σειρά μελετών που έγιναν από τον Spitzer και τους συναδέλφους του. Χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα τσιμπολογήματα τουλάχιστον 2 φορές τη βδομάδα για τουλάχιστον 6 μήνες κατά τα οποία το άτομο νιώθει μια αίσθηση απώλειας ελέγχου κατά τη διάρκεια του τσιμπολογήματος γεγονός που προκύπτει από τη παρουσία των τριών από τα πέντε κριτήρια που ακολουθούν: γρήγορη πρόσληψη τροφής, πρόσληψη τροφής όταν το άτομο δεν πεινάει φυσιολογικά, μοναχική πρόσληψη τροφής εξαιτίας της αμηχανίας που νιώθει για τη ποσότητα τροφής που καταναλώνει, πρόσληψη τροφής ώσπου να χορτάσει υπερβολικά και αίσθημα αυτοαηδίας για την υπερφαγία. Η επεισοδιακή υπερφαγία συμπεριλήφθηκε στην τάξη των «μη προσδιοριζόμενων αλλιώς διατροφικών διαταραχών», η οποία σχεδιάστηκε για να συμπεριλάβει τα άτομα που έχουν μια διατροφική διαταραχή αλλά δεν εμφανίζουν τα διαγνωστικά κριτήρια της ψυχογενούς ανορεξίας και βουλιμίας. Η τέταρτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Διανοητικών Διαταραχών περιλαμβάνει την επεισοδιακή υπερφαγία σαν ένα παράδειγμα μέσα σε μια γενική κατηγορία των μη προσδιοριζομένων αλλιώς διαταραχών και παρέχει συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια για τη επεισοδιακή υπερφαγία στο Παράρτημα. Οι ρυθμοί συχνότητας του συνδρόμου επεισοδιακής υπερφαγίας ποικίλλουν σημαντικά και κυμαίνονται από 1.1% σε 30%. Οι πρώτες μελέτες από τον Spitzer και τους συνεργάτες του βασίστηκαν σε ερωτηματολόγια όπου η συχνότητα του συνδρόμου εκτιμήθηκε από 29% με 30% στα παχύσαρκα άτομα. Μεταγενέστερες μελέτες που έγιναν για τα άτομα αυτά και βασίστηκαν σε συνέντευξη παρατήρησαν μια μικρότερη συχνότητα του συνδρόμου: 18.8% και 8.9%. Επιπλέον οι γυναίκες είναι 1,5 φορές περισσότερο πιθανό να διαγνωσθούν με το σύνδρομο επεισοδιακής υπερφαγίας σε σύγκριση με τους άντρες αν και πολλές μελέτες δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές στα γένη όταν συγκρίνανε λευκές γυναίκες και άντρες με επεισοδιακή υπερφαγία ενώ αναφερθήκαν παρόμοιοι ή υψηλότεροι ρυθμοί υπερφαγίας σε μαύρες γυναίκες από ότι σε λευκές γυναίκες. Οι παράγοντες που πιθανότατα ευθύνονται για την εκδήλωση και τη διαιώνιση της επεισοδιακής υπερφαγίας δε φαίνεται να διαφέρουν από αυτούς που ευθύνονται για το σύνολο των διατροφικών διαταραχών. Παρόλα αυτά η αιτιολογία της επεισοδιακής υπερφαγίας παραμένει ακόμα άγνωστη αν και το σύνδρομο φαίνεται να προκύπτει από ένα συνδυασμό ψυχολογικών, βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Το κυριότερο σύμπτωμα αυτής της διαταραχής είναι το αίσθημα της απώλειας του ελέγχου. Τα πιο κοινά συμπτώματα που παρουσιάζουν τα άτομα με επεισοδιακή υπερφαγία είναι οι ψυχικές διαταραχές –όπως κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές. Στις περισσότερες έρευνες παρατηρήθηκαν αυξημένα επίπεδα ψυχιατρικών συμπτωμάτων σε παχύσαρκους ανθρώπους με υπερφαγία καθώς φαίνεται να υπάρχει μια θετική σχέση ανάμεσα στην υπερφαγία και στη κατάθλιψη εφόσον η κατάθλιψη μπορεί να καθιστά τα άτομα πιο ευαίσθητα στην ανάπτυξη της υπερφαγίας. Συχνά, η επεισοδιακή υπερφαγία οδηγεί στους ίδιους περίπου κινδύνους υγείας που σχετίζονται με την κλινική παχυσαρκία γιατί τα άτομα με επεισοδιακή υπερφαγία εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πάρουν επιπλέον βάρος λόγω της πρόσληψης τροφών αυξημένα σε λίπος και χαμηλά σε πρωτεΐνες θέτοντας έτσι τα άτομα σε κίνδυνο για πολλά προβλήματα υγείας όπως διαβήτη τύπου 2, υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλή χοληστερίνη, καρδιόπαθειες κ.α. Όσον αφορά την αντιμετώπιση και των δυο συνδρόμων υπήρξε έντονη διαμάχη ανάμεσα στους ψυχολόγους και στους διατροφολόγους για τη θεραπεία τους. Πολλοί πίστευαν ότι θα πρέπει να θεραπευτούν πρώτα οι ψυχολογικές αιτίες αυτών των διαταραχών πριν γίνει κάποια προσπάθεια για τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Η πιο καλή προσέγγιση στη θεραπεία τους είναι να συνδυαστεί η ψυχολογική υποστήριξη με τον έλεγχο του σωματικού βάρους. Οι ερευνητές έχουν μελετήσει τέσσερις τύπους θεραπείας που είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι για τη θεραπεία της επεισοδιακής υπερφαγίας: τη ψυχοθεραπεία, τη φαρμακοθεραπεία, τα προγράμματα μείωσης βάρους και τα βιβλία αυτόβοήθειας. Όμως σε σύγκριση με το πλήθος των θεραπειών που υπάρχουν για το σύνδρομο επεισοδιακής υπερφαγίας, υπάρχει μεγάλη έλλειψη στη θεραπεία του συνδρόμου νυχτερινής υπερφαγίας. Τα άτομα που υποφέρουν από νυχτερινή υπερφαγία συνήθως αναφέρουν μακρόχρονες αποτυχημένες προσπάθειες στην εύρεση μιας αποτελεσματικής θεραπείας. Η φαρμακοθεραπεία και σε αυτό το σύνδρομο παίζει σημαντικό ρόλο αν και χρειάζεται περισσότερη έρευνα γιατί πχ. τα ηρεμιστικά πρέπει να αποφεύγονται καθώς σχετίζονται με ανήσυχη νυχτερινή υπερφαγία. Μη φαρμακολογικές θεραπείες όπως φωτοθεραπεία ή ασκήσεις χαλάρωσης έχουν αναφερθεί λιγοστά στη βιβλιογραφία και αποτελούν υποσχόμενες μελλοντικές τεχνικές.el
heal.abstractIn the past few years a big progress has been achieved in the understanding and the treatment of eating disorders. Anorexia nervosa and bulimia nervosa are the most common eating disorders for which have been conducted many studies. However, two eating disorders: the night eating syndrome and the binge eating disorder are somehow underestimated from scientist’s interest in their understanding and treatment. The night eating syndrome was initially described in 1955 from Stunkard, Grace and Wolff based on their clinical observations on eating disorders of a team of obese patients that needed treatment for weight loss and were characterized by the consumption of at least 25% or 50% of total daily calories after supper. Often it is connected with sleeping disturbances as well as bad psychological situation. In the sleeping disturbances situations two additional types of night eating syndrome were described: the night eating/drinking syndrome and the nocturnal sleep-related eating disorder. For the past fifty years, few studies have been conducted on night eating syndrome and a lot of questions regard to this remained unanswered. Between 1955 and 1991 only nine published reports regarding the syndrome existed, seven of which were case studies. In 1990 the American Association of Sleeping Disorders described the night eating syndrome as repeated awakenings aiming at the consumption of food followed from regular sleep afterwards the event of particular eating behaviour. Also Birketvedt and his colleagues in 1999 observed correlation of syndrome with behaviour and neuroendokrinics studies, while the information of previous reports showed that in obese patients the syndrome relates with psychoneurosis and depression. Moreover the disposal of individuals that presented the night eating syndrome was usually low with distinct deterioration afterwards the evening. The epidemiology of night eating syndrome is appreciated in 1.5% in the general population, 8.9% to 15% between hospitalized obese patients and 31% to 42% between individuals that had done surgical intervention for morbid obesity. Also it was observed that the syndrome was more common between the coloured girls than caucasian girls, when the consumption of food became after 7pm and particularly late in the evening. The epidemiology of syndrome varies in each age with adolescents to be in more danger to present the symptoms of syndrome while elder men to show less danger. Particularly elder coloured men are unlikely to present symptoms of night eating syndrome. Additionally, it was found that 1.1% of children aged 5-6 years presented the same symptoms of night eating syndrome. Night eating syndrome is an eating disorder that is related to psychopathological characteristics. Results of studies show that the night eating syndrome is not only a syndrome that is identified by irregular consumption of food but from psychological, hormonal and environmental causes that together prohibit the treatment of syndrome and the reduction of individual’s body weight. The symptoms of night eating syndrome have been modified many times by different writers who study eating disorders. The initial symptoms that have been diagnosed from Stunkard and his colleagues in 1955 were morning anorexia, evening hyperfhagia, insomnia and stress. In the following years, the night awakenings with purpose consumption of food were added, while stress was not considered a main symptom of the syndrome. Also significant role belongs to sleep that has high biological value and in combination with hunger constitute fundamental basic needs come from circadian influences. If for any reason these needs irregulate, problems that are related with the body health (hypertension, heart diseases, tiredness, obesity), the mental health (spiritual clarity, crisis, concentration, depression) as well as the appearance of nightly eating disorders, appear. On the contrary, binge eating disorder was described in 1959 from Stunkard even though his reappearance became in 1992 and 1993, with some studies conducted by Spitzer and his colleagues. The present syndrome is characterized by repeated binge eating at least twice a week for at least 6 months in which an individual feels a sense of loss of control at the duration of binge eating that results from the presence of at least three of the following: eating more rapidly than normal, eating large amounts when the person is not hungry, eating alone because of embarrassment that the person feels for the quantity of food that consumes, eating until one feels uncomfortably full and feeling disgusted about overeating. Binge eating disorder was included in the “eating disorders not otherwised specified” which was drawn to include individuals that have an eating disorder but do not present the diagnostic criteria of anorexia nervosa and bulimia nervosa. The fourth publication of Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders include binge eating disorder as an example in a general category of eating disorders, not otherwise specified, providing concrete diagnostic criteria for binge eating disorder in the Appendix. The frequency of binge eating disorder varies considerably and fluctuated from 1.1% in 30%. The first studies from Spitzer and his colleagues were based on questionnaires where the frequency of syndrome has been appreciated between 29% and 30% in obese individuals. Later studies that have been conducted for these individuals and were based on interview observed a smaller frequency of syndrome: 18.8% and 8.9%. Moreover, women are 1,5 times more likely to be diagnosed with binge eating disorder compared to men even though many studies had not found important differences in different gender when compared caucasian women and men with binge eating disorder while were reported similar or higher rhythms of binge eating in coloured women than caucasian. The factors that are probably responsible for the display and the perpetuation of binge eating disorder do not appear to differ from those that are responsible for the total of eating disorders. Nevertheless the explanation of binge eating disorder remains still unknown even if the syndrome seems to be a result of the combination of psychological, biological and environmental factors. The main symptom of this disturbance is the feeling of loss of control. The most common symptoms that present the individuals with binge eating disorder are mental disorders- such as depression and stress disturbances. In most researches were observed increased levels of psychiatric symptoms in obese persons with binge eating appear to exist a positive relation between binge eating and depression provided that the depression can make the individuals most sensitive in the development of binge eating. Often, binge eating disorder almost leads to the same health dangers that are related to clinical obesity because individuals with binge eating disorder present greater danger to gain further weight because of food consumption that is high in fat and low in proteins putting the individuals at risk for many health problems like diabetes mellitus II, high arterial pressure, high cholesterol, cardiovascular diseases etc. With regard to the confrontation of the two syndromes, intense conflict between psychologists and nutritionists for their treatment existed. Many believed that the psychological causes of these disturbances should be treated first and then seek for obesity treatment. The best approach in their treatment is to combine the psychological support with body weight control. The researchers have studied four types of treatment that are particularly useful for the treatment of binge eating disorder: psychotherapy, pharmacotherapy, weight reduction programs and self-help books. However compared to the numerous amounts of treatments that exist for the binge eating disorder, night eating syndrome lacks in this sector. Individuals that suffer from night eating syndrome usually report failed long-term efforts in search of effective treatment. Pharmacotherapy’s in this syndrome play important role, even though it needs more research, because the sedating agents should be avoided while being related to anxious night eating. But also other treatments as phototherapy or relaxation exercises have been reported very little in the bibliography and regard future promises.en
heal.languageel
heal.academicPublisherΤ.Ε.Ι. Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων (Σ.Τε.Γ.Τε.Τ), Τμήμα Διατροφής και Διαιτολογίαςel
heal.academicPublisherT.E.I. of Crete, School of Agriculture, Food and Nutrition (STeGTET), Department of Nutrition and Dieteticsen
heal.titleΣύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας και σύνδρομο επεισοδιακής υπεραγίας.el
heal.titleThe night eating syndrome and the binge eating disorder .en
heal.typebachelorThesis
heal.keywordσύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας, σύνδρομο επεισοδιακής υπερφαγίαςel
heal.keywordnight eating syndrome, binge eating disorderen
heal.advisorNameΧαρωνιτάκη, Κατερίναel
heal.advisorNameCharonitaki, Katerinaen
heal.academicPublisherIDteicrete
heal.fullTextAvailabilitytrue
tcd.distinguishedfalse
tcd.surveyfalse


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Except where otherwise noted, this item's license is described as Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)