Ο έλεγχος στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων. Πως διενεργείται και ποιος ο κίνδυνος αποτυχίας του.
The audit on the financial statements of companies. How and who carried the risk of failure.
Abstract
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται τον έλεγχο που διενεργείται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων διερευνώντας παράλληλα τον κίνδυνο αποτυχίας του, ο οποίος και αυξάνεται από τις μεθοδεύσεις και παρατυπίες των ελεγχόμενων εταιρειών. Με γνώμονα την επίτευξη του σκοπού της, η εργασία διαχωρίζεται σε έξι κεφάλαια όπου παρατίθενται αναλυτικά τα υπό διερεύνηση θέματα εστιάζοντας ιδιαίτερα σε πρόσφατες σχετικές έρευνες καθώς και στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο παρατίθεται η εισαγωγή της εργασίας όπου παρουσιάζεται η διάρθρωση της, το αντικείμενο μελέτης καθώς και ο σκοπός της. Ακολούθως, στο δεύτερο κεφάλαιο οριοθετείται το εννοιολογικό πλαίσιο της Ελεγκτικής καθώς και οι θεσμικοί κανόνες που την περικλείουν. Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, στην υφιστάμενη απάτη μέρος της οποίας αποτελεί η παραποίηση αυτών, γεγονός που αυξάνει τον βαθμό δυσκολίας του ελεγκτικού έργου, καθώς και στην εταιρική διακυβέρνηση ως μέσο αποκατάστασης της αξιοπιστίας τους. Στο τέταρτο κατά σειρά κεφάλαιο παρουσιάζεται το ελεγκτικό έργο καθώς και ο κίνδυνος αποτυχίας του ελεγκτή με τις συνέπειες που επισύρει. Στη συνέχεια, στο πέμπτο κεφάλαιο ερευνάται η επιτυχία του ελέγχου που διενεργήθηκε σε δείγμα εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών, οι οποίες είτε υπέβαλλαν αίτηση για την υπαγωγή τους στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα είτε πτώχευσαν, μέσω των ελεγκτικών παρατηρήσεων που γνωστοποιήθηκαν σε αυτές προσδιορίζοντας παράλληλα την πιθανότητα παραποίησης των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων. Ειδικότερα, χρησιμοποιώντας αρχικά το μοντέλο πρόβλεψης οικονομικής δυσχέρειας του Altman ελέγχεται ο βαθμός εγκυρότητας των παρατηρήσεων που αναγράφονται στις εκθέσεις ελέγχου και κατά πόσο αυτές προέβλεψαν την μετέπειτα χρεοκοπία των ελεγχόμενων εταιρειών. Δευτερευόντως, επιχειρείται ο προσδιορισμός του πιθανού ποσοστού παραποίησης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων των εταιρειών, βασιζόμενοι σε σχετικό υπόδειγμα των Spathis et al. (2002), αντιπαραβάλλοντάς το με τις διατυπωθείσες παρατηρήσεις των ελεγκτών προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο έλεγχος τους ήταν επιτυχής. Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα τελικά συμπεράσματα της παρούσας διπλωματικής εργασίας. This dissertation deals with the audit conducted on the financial statements of enterprises, while researching the risk of the audit’s failure, that increases by the manipulations and the irregularities of the auditees. It consists of six chapters that analyses in detail the under research topics, concentrating on the recent relevant studies and the current legislations. In particular, in the first chapter there is an introduction which present the structure, the subjects and the objectives of this dissertation. The second chapter determines the conceptual context of Auditing as well as the institutional rules that apply to this context. The third chapter refers to the financial statements, the falsification of which is a part of the existing fraud that decreases the auditor’s efficiency and the corporate governance as a way to restore their credibility.The forth chapter discusses the auditing work and also the auditor’s failure risk, with all the including consequences. In the fifth chapter the auditor’s efficiency is being examined that occurred in a sample of traded enterprises, that either applied for their inclusion in Article 99 of the Bankruptcy Code, or went bankrupt via the audit observations that were reported to them, while specifying the probability of their financial statement’s falsification. In particular, firstly using Altman’s financial distress prediction model, we examine the credibility of the observations that are listed in the audit reports and whether those reports predicted the subsequent bankruptcy of the under auditing enterprises. Secondly there is an attempt to determine the potential percentage of the falsification of the enterprises’ financial statements, based on the Spathis et al. (2002) relevant model and comparing it with the auditors observations, in order to determine whether the auditing was successful. Finally, the sixth chapter presents the final conclusions of this dissertation.
Collections
This website uses cookies to ensure you get the best browsing experience.
Continue
More info